- σαινιδωρος
- σαινίδωροςσαινί-δωρος2ирон. прельщающий дарами, старающийся задарить Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Смотреть что такое "σαινιδωρος" в других словарях:
σαινίδωρος — ον, Α αυτός που κολακεύει με δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαίνω «κουνώ την ουρά, κολακεύω» + δωρος (< δῶρον), πρβλ. σαννί δωρος] … Dictionary of Greek
σαινίδωρον — σαινίδωρος coaxing by presents masc/fem acc sg σαινίδωρος coaxing by presents neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)